επίταση — η (AM ἐπίτασις) [επιτείνω] ενδυνάμωση, ένταση, αύξηση («επίταση τής οικονομικής δυσπραγίας») μσν. νεοελλ. επιδείνωση μσν. έντονη και διαρκής προσπάθεια, επιμονή αρχ. 1. τάση, τέντωμα («ἐν τῇ ἐπιτάσει καὶ ἀνέσει τῶν χορδῶν», Πλάτ.) 2. (για… … Dictionary of Greek
επιτατικός — ή, ό (Α ἐπιτατικός, ή, ό) [επίταση] αυτός που αυξάνει την τάση, που είναι κατάλληλος ή συντελεί στην επίταση 2. γραμμ. (για λέξεις, μόρια κ.λπ.) αυτός που επαυξάνει τη σημασία ενός όρου τής πρότασης. επίρρ... επιτατικώς και ά με επίταση, με… … Dictionary of Greek
παροξυσμός — ο, ΝΜΑ [παροξύνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παροξύνω, ερεθισμός, έξαψη, παρόργιση 2. ιατρ. οξεία και απότομη επιδείνωση μιας νοσηρής καταστάσεως με επίταση τών συμπτωμάτων νεοελλ. 1. ιατρ. νευρική εκδήλωση μικρής διάρκειας που επέρχεται … Dictionary of Greek
-ί — (Α) στοιχείο που προστίθεται στο τέλος τών δεικτικών αντωνυμιών και επιρρημάτων προς επίταση τής έννοιας τους (α. «τουτί» β. «δευρί»). [ΕΤΥΜΟΛ. Καταληκτικό δεικτικό επιτατικό μόριο που μαρτυρείται σε ΙΕ τ. (πρβλ. χεττιτ. aši, eni , πιθ. λατ. uti) … Dictionary of Greek
-αράς — μεγεθυντική κατάληξη αρσενικών ονομάτων της Νεοελληνικής με μεγάλη παραγωγική δύναμη. Αβέβαιης ετυμολογικής προέλευσης. Πιθανώς προήλθε από ονόματα σε άρι (πρβλ. παλληκάρι παλληκαράς, ποδάρι ποδαράς) ή από συμφυρμό των καταλ. άρος και άς ή άρα… … Dictionary of Greek
-κοπώ — άω β συνθετικό ρημάτων τής Νέας Ελληνικής το οποίο σημαίνει επίταση ή επανάληψη αυτού που δηλώνει το α συνθετικό. Τα ρ. τής Αρχαίας Ελληνικής σε κοπώ σχηματίζονταν σε έω / ῶ, ήταν παρασύνθετα από ονόματα σε κόπος (< κόπτω) και διατηρούσαν τη… … Dictionary of Greek
ένταση — η (AM ἔντασις) 1. τέντωμα, διάταση («η ένταση τής χορδής») 2. αύξηση, επίταση «πυρετού έντασις» η άνοδος τού πυρετού) νεοελλ. 1. το μέτρο τού μεγέθους ή τής αποτελεσματικότητας τού ήχου, τού φωτός, τής ακτινοβολίας κ.λπ. 2. φρ. α) «ένταση ήχου» η … Dictionary of Greek
ήδη — (AM ἤδη) (χρον. επίρρ.) 1. (για γεγονότα άμεσου παρελθόντος) τώρα πια, πλέον, τώρα πλέον (α. «έχουμε ήδη μπει στον χειμώνα» β. «νὺξ ἤδη τελέθει», Ομ. Ιλ.) 2. (με αριθμ. που δηλώνουν χρόνο, και για κοντινό και για απώτερο παρελθόν) τώρα πλέον, από … Dictionary of Greek
αγάλι — και αγάλια και αγαληνά και αγαλιανά επίρρ. 1. σιγά, ήρεμα (λέγεται συνήθως επαναληπτικά «αγάλι αγάλι», για επίταση τής σημασίας του) 2. βαθμιαία, λίγο λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά τον Στ. Ξανθουδίδη: γαληνά (γαληνός) > αγαληνά > αγάληνα > αγάλην… … Dictionary of Greek
αινός — I Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Αρχαία πόλη της Θράκης (την αναφέρει ο Όμηρος) στις εκβολές του Έβρου, στην τουρκική σήμερα όχθη του. Φαίνεται πως πριν ακόμα από τη μυκηναϊκή εποχή είχε αποικιστεί από Αιολείς της κυρίως Ελλάδας και των νησιών. Τα… … Dictionary of Greek